Thursday, December 21, 2006

Point of no return...

Σε παρακαλώ τώρα που έκανες την αρχή, μη σταματήσεις να μου μιλάς ποτέ.
Και το τελευταίο σου μήνυμα... Ναι, έχεις δίκιο. Αυτές οι λέξεις... Αχ...

Μα θέλω και σκέψεις . Και τα μάτια σου... και το μαϊστράλι της καρδιάς σου θέλω.
Τι μου έχεις κάνει... Λιτή και απέρριτη και πανέμορφη μου θάλασσα...

Ξέρεις τι θέλω?
Να σε πιάσω στα χέρια μου και να μην σε αφήσω μεχρι να ξεραθείς από τα φιλιά.
Αυτό θελω.

Wednesday, December 20, 2006

Και κάτι για τη δεσποινίδα που μ' έχει συνεπάρει...


Πόσα να σκεφτώ όταν γλυκά μου μιλά η Μ. μου;
Παίζουν οι εικόνες παιγνίδια μέσα μου και τρέχουν να μου κρυφτούν...
Τούτες τις σπάνιες στιγμές των χιλίων χωροχρόνων και της μιας στάλας
από την ουσία την πολύτιμη που λεν πως δεν υπάρχει.

Κι όμως υπάρχει...

Καληνύχτα μικρή μου. Μακάρι τα αντικείμενα, το δωμάτιο, η θέα της χειμωνιάτικης θάλασσας από το παράθυρό μου, να μπορούσαν να μιλήσουν. Και, δε θα είμαι άδικος. Ας μπορούσαν να σκεφτούν, να περπατήσουν να κάνουν τελοσπάντων οτι θέλουν. Αρκεί να μιλούσαν. Δεν μπορώ να τους τα βγάζω με τη βία. Μου κόβει την όρεξη να σκέφτομαι.

Βάζω λοιπόν νερό στο μικρό μπρίκι, βραδυνό καφέ στην κούπα μου και περιμένω ανυπόμονα το ματάκι να αρχίσει να μουρμουρίζει για να μπορέσω να ανάψω το τσιγάρο μου. Πόσα με περιμένουν αύριο;... Πολλά και μου αρέσουν.
Γιατί υπάρχεις και συ και με κάνεις να ντύνω τη μέρα μου στα επίσημα, και με κάνεις να μου αρέσει να εκπαιδεύω τη καθημερινότητά μου για τη μέρα που το όνειρό μου θα γίνει μεθυστικό φιλί και χάδι...

Πέφτω για ύπνο και χω αρχίσει να σε ονειρεύομαι πριν καν σκεπαστώ. Και σκέφτομαι αυτό που διακριτικά μου λένε τα μάτια σου όταν με κοιτούν...

Πως δε μπορείς να κρυφτείς από κάτι που δε μπορεί να κρυφτεί εκείνο από σένα...

Καληνύχτα σου.

Κάτι από τα παλιά που ξέθαψα

23/11/1995

Πού ναι η παλιά μου έκσταση;
Θέατρο σκιών «Το Αλλόκοτο». Σήμερα έχει πρεμιέρα.
Μια τραγωδία για γέλια.

Χτυπήσαμε ύφαλα... Ξωκοίλαμε...
Και τώρα... Αρχίζω το μέτρημα αντίστροφα.
Εγώ και τα παράξενα, μυστηριώδη κύτταρά μου που μάλλον για κάτι συνομωτούν...

Μα είμαι κουρασμένος. Και με παίρνει ο ύπνος.
Μάλλον θα χάσω το τέλος.
Δεν πειράζει... Άλλη φορά...
Πάλι μαζί σου όμως, έτσι;
Δεν μιλάς και δακρύζω.
Πάλι μαζί σου ψυχή μου, έτσι;
Δεν απαντάς... Και πνίγομαι...
Μη... Όχι...

[Απίστευτο το τι μπορεί να βρει κανείς στα χαρτόκουτα της αποθήκης...]

Saturday, December 16, 2006

Μια παραδοχή, μια υπόσχεση και μια ευχή


Ένα ποτήρι θάλασσα δοκίμασα χθες και ακόμη τα χείλη μου είναι μαγεμένα.
Η περιεκτικότητά της σε υποσχετικότητα ήταν αφοπλιστικά ανακουφιστική.

Φοβάμαι μη, από την πολλή μου δίψα, την πιω όλη τόσο γρήγορα που τελειώσει πριν ανακαλύψω τη συνταγή της.

θα σπεύσω βραδέως λοιπόν και είθε να μην τελείωσει ποτέ...

Thursday, December 14, 2006

Augusto Pinochet


Δεν είμουν εκεί, μα ξέρω.
Ότι ξερό είχε απομείνει, τώρα το πήρε ο αέρας.
Δε μένει παρά μια φωτιά και μια ευχή,
γι' αυτούς που απομείναν μόνοι...

Τώρα που τα τάγματα του θανάτου και η φρίκη
γίναν υγρές και σαπισμένες σάρκες,
δε μένει μόνο παρά μια επιθυμία...

Τέτοιες ώρες πώς μπορεί κανείς να μη θυμάται
και πως να παρηγορηθεί...
Τώρα που η νέμεση ποτέ δε θα ρθει...
και ποτέ η τίση δε θα χαϊδέψει
το κουρασμένο κορμί τους...

Τώρα μια φωτιά και μια ευχή μόνο απομένει...

Η μάνα σου να σε βλέπει να υποφέρεις και να εξαγνίζεσαι
μ' ενα μαρτύριο κι ένα πόνο αβάσταχτο...

Να καίγεσαι για πάντα,

μέχρι το αίμα νερό να γίνει...

The name of the desire, Gaelic Sea...

Χθες, μια γλυκιά φωνή μου άλλαξε τη διάθεση σε μια στιγμή. Έτσι, όπως πάντα, απρόσμενα.
Και ένα μήνυμα ακολούθησε, στο οποίο μάταια προσπάθησα να απαντήσω με κάτι αυθόρμητα ελκυστικό. Μούδιασα.

Γιατί όταν με πλησιάζουν τα αντικείμενα των πόθων μου, αυτοί τρέφονται και μεγαλώνουν και πρέπει να συνηθίσω στην καινούρια τους ένταση που εκστασιασμένος εξερευνώ.

Δεν έχεις ιδέα πόσο πολύ θέλω να σε δω...

Αυτά τα ολίγα γιατί η Γιουντίθ κοιμάται και το μούδιασμα το νιώθω ακόμα...

Tuesday, December 12, 2006

No Popcorn

Δεν θα περάσουν οι ώρες με τίποτα σήμερα. Το νιώθω. Εκτός και αν κατέβει κανας θεός κάτω και οργανώσει κανα παρτάκι. Σήμερα απεργούν κι οι αισθήσεις. Δέχονται μόνο έκτακτα περιστατικά. Δε λέω, καλό το ψιλόβροχο, μελαγχολικό το πρωινό, αλλά λάθος το timing.
Πάω για δουλειά. Να γράψω κανα κώδικα μπας και γλυκαθώ λιγάκι. Άντε, γιατί πολύ αλάτι έχει πέσει στο φαΐ και δεν μ' αρέσει.

Monday, December 11, 2006

Απότομα, περίεργα, υπερβολικά. Και τόσο απρόσμενα...

Ξέρω πως στις αβύσσους μπορώ να βρω τη γλύκα της λιγομίλητής μου Μ.,
μα απ΄τις αβύσσους λείπει η παρουσία της. Στις αβύσσους μου, το μέτρο του ρεαλισμού είναι εύπλαστο, τόσο ρευστά ανάλογο με την μελαγχολία της καθημερινότητας και την ευτυχία των ελάχιστων στιγμών που έχω περάσει μαζί σου, αγαπητή Μ.
Μικρές εντάσεις των ενοχών μου, μη μου πικραίνεστε λοιπόν, γιατί είναι νωρίς ακόμα.
Κι εσύ γλυκιά μου Μ., σε θέλω γιατί είσαι όπως θα ήθελα να σαι,
όταν ονειρεύομαι πως σ΄έχω μια αιωνιότητα.
Αυτό το λίγο που ξέρω για σένα, είναι και αυτό το πολύ που καίγομαι ν΄ ανακαλύψω.

Η Γιουντίθ κοιμάται σήμερα.
Η Γιουντίθ είναι η λήθη μου, η λύπη μου, η απόγνωσή μου, η προσμονή μου, ο πόθος μου, η χαρά μου.
Η Γιουντίθ είναι η τέχνη μου.

Η Μ. δεν ξέρω τι κάνει σήμερα.
Η Μ. είναι το αντικείμενο της λήθης μου, της λύπης μου, της απόγνωσής μου, της προσμονής μου, του πόθου μου, της χαράς μου.
Η Μ. είναι η μούσα μου.

Ο ρεαλισμός μου ενοχλητικά πετάγεται και με διακόπτει:
"Δεν μπορεί να νίωθεις έτσι τόσο απότομα. Είναι τόσο περίεργο... και τόσο υπερβολικό. Θα 'ναι κάτι άλλο..."

Και η Γιουντίθ τον αποστομώνει:
"Να νιώθεις έτσι τόσο απότομα? Είναι τόσο γλυκά περίεργο... και τόσο γλυκά υπερβολικό. Πρέπει να 'ναι το κάτι αλλο... "

Και όντως είναι...

Sunday, December 10, 2006

Gaelic Sea

Σήμερα σηκώθηκα με το μυαλό μου να κάνει σαν παιδί γιατί θα έβλεπα την Μ.
Όμως το σύμπαν συνομώτησε και δεν την συνάντησα.... Αλλά το συγχωρώ γιατί έχει αθώα ψυχή και με αφοπλίζει...

Είναι απίστευτο πόσο βάρος μπορεί να κρατήσει μια κλωστίτσα... Άραγε θα σπάσει αν σταματήσω να σκέφτομαι και αρχίσω να πράττω?

Πάντως η Γιουντίθ το πήρε απόφαση ότι πως δεν με θες και πέταξε την τελευταία της ατάκα καθώς έφευγε με το κεφάλι ψηλά και την ουρά στα σκέλια. Την τρομάζεις. Μάταια της φώναζα: "Είναι νωρίς ακόμα!". Και μένω να σκέφτομαι... :

Άλλοι φιλοσοφούν τη δυστυχία και άλλοι την ευτυχία τους, έλεγε ο Φρειδερίκος. Εγώ τι φιλοσοφώ; Που είμαι κάπου ανάμεσα και πάω πέρα δώθε... Εγώ, το σταυρουδάκι στο λαιμό σου που ταλαντεύεται και χτυπά με ρυθμό το στήθος σου καθώς περπατάς με τη ζωή στο πίσω μέρος του μυαλού σου και εμένα να σε ονειρεύομαι χωρίς να το χεις πάρει μυρωδιά...

Ξέρεις, γλυκιά μου Μ. , το όνομά σου σημαίνει Θάλασσα, σε μια παλιά Κέλτικη διάλεκτο...

Λες και είναι μες στο μυαλό μου ο Baudelaire, και μου ψιθυρίζει αυτό που με κάνει να σε ονειρεύομαι...:

Ô mer, nul ne connaît tes richesses intimes,
Tant vous êtes jaloux de garder vos secrets!

Είναι αργά... Πάω για ύπνο. Τέτοια ώρα θα κοιμάσαι.
Αν νιώσεις ένα ανεπαίσθητο μούδιασμα στα χείλη, είναι το φιλί μου για καληνύχτα...

Στο δίνω προσεχτικά μη ξυπνήσεις και φεύγω αθόρυβα...

Friday, December 8, 2006

Απαντηση στην Μ. που χθες μου ειπε οτι αν εκλογικευω τα συναισθηματα μου τοτε τα καταστρεφω.

Δεν φοβαμαι να προσπαθω να εκλογικευω τα συναισθηματα μου. Ειναι μια καθαρα ενστικτωδης διαδικασια με σκοπο την ικανοποιηση του νου μου. Ενα συναισθηματικο παιγνιδι με τη λογικη ή ενα παιγνιδι της λογικης με τα συναισθηματα. Τιποτα παραπανω. Δεν καταστρεφει τιποτα.

Γιατι αυτο που απολαμβανω απο τα συναιθηματα μου δεν ειναι η αδυναμια να ερμηνευτουν ή η αγνωστη φυση τους, που μπορει να χασεις με την αποκωδικοποιηση τους.
Ειναι η γευση που ετσι κι αλλιως αφηνουν στα χειλη μου, το μουδιασμα που ετσι κι αλλιως μου αφηνουν στα δαχτυλα, ο πονος η η χαρα που ετσι κι αλλιως μου προκαλουν.
Αποκωδικοποιημενα η μη.

Αν φοβασαι να εκλογικευεις τα συναισθηματα σου για να μην τα χασεις ειναι επειδη δεν εχεις νιωσει ποσο πιο δυνατα ειναι απο τη λογικη σου, ωστε η αναλυση τους να μην ειναι παρα ενα φιλικο χτυπημα στην πλατη... Ποσο πιο δυνατα μπορει να γινουν περα απο καθε λογικη... Ωστε πια η αποκωδικοποιηση τους να μην ειναι ικανη ουτε αντιληπτη να γινει...

Γιατι οταν κατι συμβαινει μεσα σου δεν ειναι μονο η ψυχη σου που συμμετεχει... Θελει και το μυαλο σου να συμμετεχει... Ολο σου το ειναι θελει να συμμετεχει... Δωσε λοιπον σ΄ολες τις πτυχες του εαυτου σου ισες ευκαιριες να ζουν τις εμπειριες σου οπως τις εκλαμβανει η καθεμια. Η ψυχη με τα συναισθηματα, το μυαλο με τη λογικη, το σωμα με τις αισθησεις. Κι οταν αυτα παιζουν μαζι... τοτε ευτυχια... Και η αποπειρα εκλογικευσης ειναι ενα μερος αυτου του παιχνιδιου. Μη το φοβασαι... Πρεπει να συμφωνησουν ολοι για να χαλασει το παιγνιδι. Η λογικη μονη της δεν μπορει να χαλασει τιποτα. Το κομματι της κανει, οπως κανει και η ψυχη το δικο της...

Εισαι ολοκληρη η δεν εισαι καθολου.
Μην φοβασαι και μην αδικεις κανενα μερος αυτου του "ειναι" σου.
Ειναι αμαρτια. Η χειροτερη...

Για την Μ. - Επίλογος.

Και πάλι λοιπόν οι δυο μας καλή μου Γιουντίθ. Είναι αυτή η περίεργη αρρωστημένη ηρεμία που με πονά καλή μου. Θα με βοηθήσεις να κοιμηθώ? Νανούρισέ με, θέλω να κοιμηθώ στην αγκαλιά σου. Θέλω τη λήθη, είμαι κουρασμένος. Σε αγαπώ Γιουντίθ, το ξέρεις? Σ' αγαπώ...

Πόσα να μπορούν να ειπωθούν, και πόσα να μείνουν κρυμμένα... Σήμερα καλή μου γιορτάζω για σένα που στοργικά με πληγώνεις... και για ένα τίποτα καλά κρυμμένο που με κρατά στη ζωή...

Πάντα αργοπορημένος συναντούσα τη Δύση...
Γιατι ποτέ δεν μ' αγάπησαν τα δειλινα, ψυχή μου...
Γιατι ποτε δεν εζησα τ' απομεσημερο... Ποτέ το βράδυ του Σαββάτου...
Πάντα τ' απογευμα της Κυριακής... και πάντα μ' ένα "θέλω"...

Τα "θέλω" των μικρών θεών, και τα "ποτέ" των ξεχασμένων.
Αυτά βλέπω στα όνειρά μου και ξυπνώ μ΄ένα κόμπο στο λαιμό.
Μα εκείνη η θάλασσα που προσμένω και μ' οριζει... Είναι θεέ μου πανέμορφη, εκείνη η θάλασσα...
Εκείνη η θάλασσα η απέραντη, η λιγομίλητη... Είναι θεέ μου πιο πολλή κι από εσένα...

Καλή μου Γιουντίθ, με πόσα λόγια και πόσα αναφιλητά να σε μετρήσω?
Κουράστηκα και θα κοιμηθώ...
Σε βλέπω μέσα απο τα όνειρά μου να με κοιτάς απορημένη,
με τα γόνατα στους αγκώνες και τις παλάμες στα μάγουλα,
κάθεσαι δίπλα μου και με κοιτάς που κοιμάμαι σαν να λες: "Τι θα κάνω με σένα...?"
Μα είσαι η Γιουντιθ μου, η μουσα μου, και σ' αγαπώ, και ξέρω πως μ' ορίζεις, το δέχομαι, το επιλέγω...
Είσαι η Γιουντίθ μου, η λήθη μου, που κουρνιάζεις τα βράδια στην αγκαλιά μου για να κοιμηθείς...
Είσαι η Γιουντίθ μου, η θάλασσά μου, που ξαπλώναμε στ΄ακρόβραχα τα απογεύματα του Αυγούστου και έγερνες στο στέρνο μου κοιτώντας μακριά, πέρα απ΄το πέλαγος...
Είσαι η Γιουντίθ μου, το όνειρό μου, που μ' αγκάλιαζες και μούδιαζα γλυκά από ευτυχία, όταν ανεβαίναμε στο ξωκλήσι και αγναντεύαμε πέρα τις κορυφογραμμές και το πορτοκαλί του δειλινού...

Σαν το Στράτη θα αρχίσω πάλι τις νυχτερινες επισκέψεις στην Ακρόπολη, για να σε σκοτώσω καλή μου...

Σ' αγαπώ.

Thursday, December 7, 2006

On Eternity Without Popcorn...

Life is not as it should be. I dream of wars and odyssies. I dream of ages of despair and painful clarity. Of times of eternal night and infinite distances. I dream of deserts in the outer space, far from anywhere... I dream of life and death beyond the borders of the horizons, of love for the unknown. I dream of the desperation of the mind and the lust for eternal life.

Humanity was a fugitive philosopher. Now it is a futile commuter. Where the fuck is the time machine they promised?

...όσο τα χείλη κι αν κοιτώ , τα μάτια με φιλούνε...


Για τη Μ.

Άντε πάλι από την αρχή του σύμπαντος να συναπαντηθούμε και να σβήσουν τα φώτα που μας ενοχλούν. Νωρίς για να μιλώ? Ναι, μα 'ργά να σιωπήσω είναι, μικρή μου, και σε φιλώ για σήμερα να πάω να βρω μια υπόσχεση και λίγους δισταγμούς.
Γιατί οι δισταγμοί μου φαίνεται αλμυραίνουν τις ματιές και τους χρωστώ συγγνώμη, ιδιαίτερα σε κείνον τον παχύ, ατσούμπαλο της νύχτας... Αυτόν τον καλοκάγαθο αδέξιο δισταγμό μου, που όταν ίσως κοιμηθεί θα πάω να μαχαιρώσω...

Δεν έχω πολλά για να σου πω, γιατι δε σε θυμάμαι.
Δυο σύνορα θυμάμαι μόνο, που χάραξες πριν φύγω.
Ένα στα χείλη σου, να μην μπορω
τα χείλη μου να σώσω,
κι ένα στα μάτια σου, μικρό,
για να μη φεύγει η λήθη.



Sunday, December 3, 2006

Private Popcorn Fumes – Not to be Inhaled. (They stink).


Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΜΟΝΙΜΩΣ ΕΞΑΝΤΛΗΜΕΝΩΝ

Η ομάδα έχει μόνο ένα άτομο. Εμένα και τους άλλους. Κι αν ελπίζετε σε ώρες συλλογισμού και βαθύτερων εννοιών για να ξεχάσετε, να βαρεθείτε η να μαστουρώσετε, ξεχάστε το. Ούτε ικανή είναι η ομάδα ούτε τόσο υπαρκτή. Η αλήθεια της βασίζεται εξ’ ολοκλήρου στο ότι ελπίζει να μην ανήκει σ' αυτή τη γη. Δεν λέω σ΄αυτό το σύμπαν γιατί αφήνουμε και μια μικρή ελπίδα ασθενικά να αναπνέει, πως μπορεί κάποια στιγμή να τηλεμεταφερθούμε στις ερήμους και τα δάση των πλανητών του "Πολέμου των Άστρων".

Χρησιμοποιούμε τις μελωδίες ως παυσίπονα. Ας μην το πολυσκεφτόμαστε. Η γη αυτή αγάπησε τον άνθρωπο, όχι τα φαντάσματα. Υπάρχει μια σφαίρα πιο πάνω από την ατμόσφαιρα που προστατεύει τον άνθρωπο και φυλακίζει τα φαντάσματα. Μόλις κάποιος ξεπεράσει τα σύνορα της, μεταμορφώνεται. Οι άνθρωποι γίνονται φαντάσματα και τα φαντάσματα άνθρωποι. Αυτή είναι κοσμοθεωρία της κοινωνίας των μονίμως εξαντλημένων.

Μην νομίζετε πως τα φαντάσματα είναι κάποιο είδος εξωγήινου. Ήταν άνθρωποι κάποτε, μα η μοίρα τους ήταν να μην αντέχουν τον ήλιο, και αναγκάζονται πια να κοιμούνται τη μέρα και να ξυπνούν τη νύκτα. Μπορούν να ζουν και τη μέρα , δεν είναι vampires, μα αυτό τους εξαντλεί. Τελικά, για κάθε φάντασμα έρχεται μια στιγμή που ονομάζεται η στιγμή της παραίσθησης. Τότε το φάντασμα αποκτά είτε την λεγόμενη "ανοσία του φωτός" ή την "κατάρα της φωτοφοβίας". Η μεν δίνει την ικανότητα να ζει το φάντασμα ως άνθρωπος ώστε πια είναι αδύνατο να ξεχωρίσεις τον άνθρωπο από το φάντασμα, η δε αφαιρεί από το φάντασμα κάθε αμυδρή αντίσταση στο φως ώστε πια είναι αδύνατο να αντικρίσει την ημέρα. Η κοινωνία των μονίμως εξαντλημένων ερευνά το ενδεχόμενο όλοι μας να ήμασταν κάποτε φαντάσματα. Ακόμα όμως βρίσκεται στο σκοτάδι.

Αυτό που δίνει ζωή στο φάντασμα είναι η λεγόμενη "Αρχή της έμμονης του αγνώστου". Αυτό που δίνει ζωή στον άνθρωπο είναι η "Αρχή της έμμονης στην βεβαιότητα". Η πρώτη αρχή θεωρεί ως αναπόφευκτη την συνεχή παρέκκλιση από το ορατό και σύνηθες, λόγω της ανυπαρξίας της απόλυτου γνώσεως, και του φυσικού περιορισμού στο οπτικό πεδίο της αντίληψης, αισθητηριακής και διανοητικής. Η δεύτερη αρχή θεωρεί απαραίτητη την μη παρέκκλιση από το ορατό και το σύνηθες. Υπάρχουν δυο είδη άγνωστου. Το ορατό και το μη ορατό. Η δεύτερη αρχή βασίζεται στη έλξη που ασκεί το πρώτο είδος , το ορατό. Η πρώτη αρχή βασίζεται στη έλξη που ασκείται από το δεύτερο είδος. Η κοινωνία των μονίμως εξαντλημένων ερευνά το αίτιο της διαφοροποίησης μεταξύ αυτού που δίνει ζωή στο φάντασμα και αυτού που δίνει ζωή στον άνθρωπο. Ακόμα όμως οι έρευνες βρίσκονται στο σκοτάδι.

[Αυτό είναι το κατακάθι μιας εποχής που όλα θα μπορούσαν να έχουν πάει τυπικά καλά στο σύμπαν μου αλλά απέκτησα την κατάρα της φωτοφοβίας. Με σκλάβωσε η ελευθέρια μου. Το μοιράζομαι για να το ξεφτιλίσω μπας και εξαγνιστεί. Η ματαιοδοξία μου δεν με αφήνει απλά να πλύνω το φλιτζάνι.]